κατακλυσμοῦ

κατακλυσμοῦ
κατακλυσμός
flood
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γιάκομπ — (Scheuchzer). Ελβετός φυσιοδίφης (1672 1733). Σπούδασε στο Άλτντορφ και στην Ουτρέχτη. Χρημάτισε αστίατρος της Ζιρίχης, καθηγητής μαθηματικών και καθηγητής φυσικής σε γυμνάσιο της ίδιας πόλης. Μελέτησε τους παγετώνες και τη γεωλογική δομή των… …   Dictionary of Greek

  • Σόιτσερ, Γ Γιάκομπ — (Scheuchzer). Ελβετός φυσιοδίφης (1672 1733). Σπούδασε στο Άλτντορφ και στην Ουτρέχτη. Χρημάτισε αστίατρος της Ζιρίχης, καθηγητής μαθηματικών και καθηγητής φυσικής σε γυμνάσιο της ίδιας πόλης. Μελέτησε τους παγετώνες και τη γεωλογική δομή των… …   Dictionary of Greek

  • OGYGES — Thebanorum, secundum alios, Ogygiae et Actes, quae postea Boeotia et Attica dicta, Rex, qui Thebas Boeotias condidit circiter mille et quingentis annis ante romam conditam. Idem et Eleusinem exstruxisse fertur. Sub hoc Rege fuit diluvium magnum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… …   Dictionary of Greek

  • κατακλυσμιαίος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον κατακλυσμό, αυτός που έχει σχέση με την εποχή τού μεγάλου κατακλυσμού («κατακλυσμιαία ζώα») 2. (για βροχή) ο πολύ ραγδαίος και συνεχής, αυτός που φέρνει πολλά νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλυσμός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …   Dictionary of Greek

  • κραναός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αττικής, διάδοχος του Κέκροπα. Σύζυγός του ήταν η Πεδιάς με την οποία απέκτησε την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. Προς τιμήν της τελευταίας, μετά τον θάνατό της, ονόμασε τη χώρα του Ατθίδα ή Αττική. Σύμφωνα …   Dictionary of Greek

  • Αμαθούς — Αρχαία πόλη της Κύπρου, στα ανατολικά της Λεμεσού, κοντά στις εκβολές του ποταμού Τετία, του σημερινού ποταμού της Γερμασόγειας. Σχετικά με τους πρώτους κατοίκους της δεν είναι εξακριβωμένο αν ήταν αυτόχθονες ή Έλληνες, γιατί οι διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • αστεροειδείς ή μικροί πλανήτες — Ουράνια σώματα που ανήκουν στο ηλιακό πλανητικό μας σύστημα. Παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους πλανήτες, αλλά επειδή οι διαστάσεις τους είναι πολύ μικρότερες και προπάντων επειδή η λαμπρότητά τους είναι αμυδρή, η παρατήρηση και η μελέτη …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”